- σινάπι
- Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η πρώτη, που είναι αυτοφυής στην Ελλάδα όπου επίσης καλλιεργείται σαν λαχανικό, έχει βλαστό όρθιο, περισσότερο ή λιγότερο τριχωτό, διακλαδιζόμενο, με φύλλα λυροειδή, πτεροσχιδή, επίσης τριχωτά. Τα κίτρινα άνθη είναι διατεταγμένα κατά βότρυς. Ο καρπός είναι κέρας, τριχωτό, με τρίχες λευκές, υποκυλινδρικό, με ράμφος μακρύ και πλατύ. Τα σπέρματα του είναι μικρά, υποστρόγγυλλα και έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε λάδι (20-30%), που καμιά φορά χρησιμοποιείται για διατροφή. Περιέχουν επίσης ένα γλυκοσίδιο, τη σιναλπίνη, και ένα ένζυμο, τη μυροσίνη, που ενεργεί, παρουσία νερού, επί του γλυκοσίδιου και παρέχει την ουσία που δίνει το άρωμα στη μουστάρδα, η οποία παρασκευάζεται από αλεύρι των σπερμάτων. Η μουστάρδα έχει ευχάριστη και πικάντικη γεύση και χρησιμοποιείται ως άρτυμα.
Η σίναπις η μελανή είναι, αντίθετα, λεία πόα, με φύλλα τραχιά, λυροειδώς πτεροσχιδή τα κατώτερα, επιμήκη-λογχοειδή τα ανώτερα. Τα μικρά άνθη έχουν 4 κίτρινα πέταλα και είναι διατεταγμένα κατά επάκριους βότρυς. Οι καρποί είναι κέρατα, επιμήκη, τετράγωνα, με σπέρματα στρογγυλά, καστανόμαυρα και επιφάνεια δικτυωτή. Όπως η πρώτη, περιέχει κι αυτή ένα παχύ λάδι, η χρήση του οποίου όμως είναι αρκετά περιορισμένη. Επειδή είναι πιο σκληρό φυτό και έχει μεγαλύτερη προσαρμογή στην ξηρασία, χρησιμοποιείται κατά προτίμηση για χλωρή νομή· χορηγείται κυρίως στις αγελάδες που την προτιμούν ιδιαίτερα. Η μουστάρδα που παρασκευάζεται από τα σπέρματα της είναι πιο δυνατή: το αλεύρι που προέρχεται από αυτά χρησιμοποιείται, περισσότερο από της λευκής, στη φαρμακευτική.
Ιατρική. — Με τον όρο συναπισμός χαρακτηρίζονται διάφορες θεραπευτικές εφαρμογές των σπόρων του είδους σίναπις η μελανή, με τη μορφή του επισπαστικού από σιναπέλαιο και οινοπνευματώδες βάμμα, και πιο συχνά με τη μορφή της σιναπούχας πάστας και του σιναπούχου χάρτου. Το σ. περιέχεται επίσης σε μερικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα του εμπορίου (καταπλάσματα, τσιρότα, αλοιφές).
Άνθη του είδους σίναπις η αρουραία.
Οι καρποί με σπέρματα του είδους σίναπις η λευκή, από τα οποία γίνεται η μουστάρδα.
* * *το / σίναπις, -άπεως και -άπιος, ἡ, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σίναπι, -εως Ν, και σινάπιον, τὸ, ΜΑ, και σίνηπυς, -ήπυος, ή, και σίναπι και σίναπυ και σίνηπυ, τὸ, Αγένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βρασσικίδες τής τάξης καππαρώδη, με 10 περίπου είδη μονοετών ποωδών φυτών, από τα οποία ευρέως διαδεδομένα στην Ελλάδα είναι δύο, το Sinapis arvensis, με μαύρα σπέρματα, γνωστό σήμερα ως λαψάνα και άγριο σινάπι ή μαύρο σινάπι, η λαψάνη τού Διοσκορίδη, και το Sinapis alba, κοινώς γνωστό σήμερα ως λαψάνα ή βρούβα, είδη από τα σπέρματα τών οποίων, κυρίως, λαμβάνονται το σιναπάλευρο και το σιναπέλαιο που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή μουστάρδας και στη φαρμακευτική2. ο κόκκος, ο σπόρος, το σπέρμα τού φυτού αυτού3. φρ. «κόκκος σινάπεως»μτφ. ελάχιστη ποσότητανεοελλ.φρ. α) «κατάπλασμα σινάπεως» — κατάπλασμα από απελαιωμένο αλεύρι λιναριού, πασπαλισμένο ή αναμεμιγμένο, ανάλογα με τις περιπτώσεις, με σιναπάλευροβ) «χαρτί σινάπεως» — φύλλο χαρτιού αλειμμένο με απορροφητικό διάλυμα και επικαλυμμένο με σιναπάλευρο, που εφαρμόζεται στο δέρμα για θεραπευτικούς σκοπούς, αλλ. σιναπούχος χάρτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σίναπι συνδέεται με τον τ. νᾶπυ (βλ. λ. νάπυ). Ο νεοελλ. τ. σινάπι < αρχ. σινάπιον, υποκορ. τού σίναπι].
Dictionary of Greek. 2013.